μεταγλώττιση


μεταγλώττιση
Προφορά

Ετυμολογία
μεταγλώττιση μεταγλωττίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μεταγλώττιση

✦ η μετάφραση
✦ (ειδ.) η μεταφορά κειμένου της καθαρεύουσας στη δημοτική γλώσσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.