μεταγλώσσα
Προφορά
Ετυμολογία
μεταγλώσσα μετάφραση του └αγγλ┘όρου metalanguage
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μεταγλώσσα
✦ σύνολο σημείων, συμβόλων, λέξεων κτλ. που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή και ανάλυση μιας άλλης γλώσσας, φυσικής ή γλώσσας υπολογιστών κτλ.: τα σύμβολα της μεταγλώσσας δεν υπάρχουν στην προς ανάλυση γλώσσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–