μεταγενέστερος
Προφορά
Ετυμολογία
μεταγενέστερος μεταγενέστερη ελληνική μεταγενέστερος, συγκριτ. του επιθέτου μεταγενής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεταγενέστερος -η, -ο
✦ κατοπινός
✦ νεότερος
✦ μεταγενέστεροι ως ουσ., οι άνθρωποι των επόμενων γενεών
✦ (ιστορ.) μεταγενέστερη εποχή, η μετά την κλασική, η εποχή της παρακμής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
προγενέστερος
Επιρρήματα
μεταγενέστερα (Κ μεταγενεστέρως)