μεταγγίζω
Προφορά
Ετυμολογία
μεταγγίζω μεταγενέστερη ελληνική μεταγγίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μεταγγίζω
✦ μεταφέρω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο: έπαιρνε το γάλα απ’ την τσανάκα μ’ ένα μαστραπά και το μετάγγιζε σε μια λαγήνα (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μτφ. ) μεταδίδω, μεταβιβάζω: το ζήτημα δεν είναι ποια βιβλία διαβάζει ο ποιητής αλλ’ αν μπορεί να μεταγγίζει τον εαυτό του στα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένα τα ποιήματά του (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–