μεταβολή
Προφορά
Ετυμολογία
μεταβολή αρχαία ελληνική μεταβολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μεταβολή
✦ μετατροπή, αλλαγή καταστάσεως: η τύχη ξαφνικές έχει μεταβολές (Κ. Καβάφης)
✦ γυμναστική και στρατιωτική κίνηση αλλαγής κατευθύνσεως προς την αντίθετη πλευρά και το σχετικό παράγγελμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–