μεταβατικός


μεταβατικός
Προφορά

Ετυμολογία
μεταβατικός μεταγενέστερη ελληνική μεταβατικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μεταβατικός -ή, -ό

✦ που αλλάζει τόπο διαμονής, όχι μόνιμος
(μτφ. ) πρόσκαιρος, προσωρινός
✦ που χαρακτηρίζεται από τη μετάβαση σε διαφορετικές μορφές, σε άλλους τόπους: μεταβατική εποχή
✦ (γραμμ.) μεταβατικά ρήματα, τα ενεργητικά ρήματα που η ενέργειά τους περνά στο αντικείμενο

Συνώνυμα

Αντίθετα
αμετάβατα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.