μετάνοια
Προφορά
Ετυμολογία
μετάνοια αρχαία ελληνική μετάνοια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μετάνοια
✦ μεταβολή γνώμης ή απόφασης, μετάνιωμα
✦ η συνείδηση σφάλματος και η ψυχική συντριβή που τη συνοδεύει
✦ προσκύνηση με γονυκλισία ως εκδήλωση λατρευτικού σεβασμού ή μεταμέλειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–