μετάβαση
Προφορά
Ετυμολογία
μετάβαση αρχαία ελληνική μετάβασις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μετάβαση
✦ ο πηγεμός από έναν τόπο σε άλλο
✦ η μεταφορά από ένα θέμα σε άλλο ή από την εισαγωγή στο κυρίως θέμα
✦ μετατροπή, μεταβολή υφιστάμενης κατάστασης, πολιτεύματος, καθεστώτος κτλ.: η μετάβαση των ανατολικών χωρών στον καπιταλισμό – η μετάβαση στο σοσιαλισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
επιστροφή
Επιρρήματα
–