μεστώνω


μεστώνω
Προφορά

Ετυμολογία
μεστώνω αρχαία ελληνική μεστόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα μεστώνω

✦ κάνω κάτι να ωριμάσει
✦ (αμτβ.) γίνομαι ώριμος, μεστός
✦ σχηματίζω καρπό, δένω: όταν μέστωνε το στάρι και το κριθάρι, τα χωράφια μας μοιάζανε με χρυσαφένιες θάλασσες (Διδώ Σωτηρίου)
(μτφ. ) διαπλάσσομαι σωματικά: το παλικάρι μέστωνε σε άντρα (Π. Πρεβελάκης)
✦ ωριμάζω, διαμορφώνομαι πνευματικά: σκέψη που μέστωσες με τον καιρό (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.