μεσουρανώ
Προφορά
Ετυμολογία
μεσουρανώ αρχαία ελληνική μεσουρανῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μεσουρανώ -είς, -εί
✦ (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι στο μέσο του ουρανού, περνώ από τον μεσημβρινό ενός τόπου
✦ (μτφ. ) βρίσκομαι στο ύψιστο σημείο, στο αποκορύφωμα ακμής, δράσης, δόξας κτλ.: (το έργο) παρουσιάστηκε για να παιχτεί στη Νέα Σκηνή που τότε μεσουρανούσε (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–