μεσοπρόθεσμος


μεσοπρόθεσμος
Προφορά

Ετυμολογία
μεσοπρόθεσμος μέσος + προθεσμία

Ερμηνεία
επίθετο┘ μεσοπρόθεσμος -η, -ο

✦ που έχει μέση προθεσμία λήξεως, ο μεταξύ μακροπρόθεσμου και βραχυπρόθεσμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
μεσοπρόθεσμα (Κ μεσοπροθέσμως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.