μεσονυκτικός
Προφορά
Ετυμολογία
μεσονυκτικός μεσαιωνική ελληνική μεσονυκτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεσονυκτικός -ή, -ό
✦ αυτός που γίνεται τα μεσάνυχτα
✦ ουδ. μεσονυκτικό(ν) ως ουσ., εκκλησιαστική ακολουθία που διαβάζεται καθημερινά στα μοναστήρια κατά τα μεσάνυχτα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–