μεσολαβώ


μεσολαβώ
Προφορά

Ετυμολογία
μεσολαβώ μεταγενέστερη ελληνική μεσολαβῶ

Ερμηνεία
ρήμα μεσολαβώ -είς, -εί

✦ βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο, διακόπτω τη συνέχεια
✦ παρέρχομαι, παρεμβάλλομαι ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία, σε δύο γεγονότα
✦ παρεμβαίνω για επίλυση διαφοράς, επίτευξη συμβιβασμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.