μεσολαβήτρια


μεσολαβήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
μεσολαβήτρια μεσολαβώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μεσολαβήτρια

✦ θηλ. μεσολαβήτρια πρόσωπο που μεσολαβεί για συμφιλίωση, συμβιβασμό ή επιτυχία κάποιας προσπάθειας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.