μεσοκόβω


μεσοκόβω
Προφορά

Ετυμολογία
μεσοκόβω μέση + κόβω

Ερμηνεία
ρήμα μεσοκόβω

✦ καταπονώ τη μέση, την οσφύ: την μεσόκοψε, τόσο φόρτωμα
✦ μεσοκόβομαι, κατακουράζομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.