μεσοβασιλεία
Προφορά
Ετυμολογία
μεσοβασιλεία μεταγενέστερη ελληνική μεσοβασιλεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μεσοβασιλεία
✦ ο χρόνος που μεσολαβεί από το θάνατο, την εκθρόνιση ή παραίτηση βασιλιά ως την ενθρόνιση του νέου
✦ (μτφ. ) ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο καταστάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–