μερούλα


μερούλα
Προφορά

Ετυμολογία
μερούλα υποκορ. του μέρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μερούλα

✦ η ημέρα με την έννοια της μικρής διάρκειας: σε δυο μερούλες η δουλειά τελειώνει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.