μεροδούλι
Προφορά
Ετυμολογία
μεροδούλι μέρα + δουλειά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μεροδούλι
✦ η ημερήσια εργασία
✦ το μεροκάματο: οι μαστόροι δίνανε κιόλας μέσα στα μαγαζιά τις πρώτες σφυριές για το μεροδούλι (Άγγ. Τερζάκης)
✦ φρ. μεροδούλι μεροφάι, εύχρ. ως χαρακτηρισμός εκείνων που ξοδεύουν για τη συντήρησή τους όσα, λιγοστά, τους αποφέρει ο καθημερινός μόχθος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–