μερικεύω


μερικεύω
Προφορά

Ετυμολογία
μερικεύω μεταγενέστερη ελληνική μερικεύω

Ερμηνεία
ρήμα μερικεύω

✦ περιορίζω ένα γενικό ζήτημα σε ένα ή σε λιγοστά σημεία

Συνώνυμα

Αντίθετα
γενικεύω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.