μερίδιο


μερίδιο
Προφορά

Ετυμολογία
μερίδιο μεταγενέστερη ελληνική μερίδιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού μέρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μερίδιο

✦ μέρος ενός όλου, μερίδα, μερτικό: έχει μια δίκη για να πάρει το μερίδιό του από την πατρική του κληρονομιά (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.