μερίδα
Προφορά
Ετυμολογία
μερίδα αρχαία ελληνική μερίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μερίδα
✦ μέρος, τμήμα συνόλου
✦ μερίδιο, μερτικό
✦ ποσότητα φαγητού
✦ μετοχή σε επιχείρηση
✦ ειδικός λογαριασμός
✦ οικογενειακή μερίδα, κατάσταση στα βιβλία δήμων και κοινοτήτων στην οποία καταγράφονται τα στοιχεία που αφορούν την οικογενειακή κατάσταση των δημοτών
✦ φρ. μερίδα του λέοντος, το μεγαλύτερο μερίδιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–