μεράκι


μεράκι
Προφορά

Ετυμολογία
μεράκι └τουρκ┘merak

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μεράκι

✦ πόθος
✦ λύπη για επιθυμία που δεν ικανοποιήθηκε, καημός: όσοι είναι οι ανθρώποι τόσω λογιών είναι και τα μεράκια που τους παιδεύουν (Στρ. Μυριβήλης)
✦ έντονη κλίση, πάθος: έχει μεράκι με τη δουλειά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.