μενεξελής


μενεξελής
Προφορά

Ετυμολογία
μενεξελής μενεξές

Ερμηνεία
μενεξελής

✦ κ. μενεξελής, -ιά, -ί επίθ. που έχει το χρώμα του μενεξέ: ο ουρανός προς τη δύση είχε πάρει μεγάλη γλύκα, σκούρος μενεξελής (Ν. Καζαντζάκης) – αναλαμπές μενεξεδιές (Οδ. Ελύτης)
✦ το μενεξεδί ή μενεξελί ως ουσ., το χρώμα του μενεξέ, βιολετί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.