μεμψιμοιρώ
Προφορά
Ετυμολογία
μεμψιμοιρώ μεταγενέστερη ελληνική μεμψιμοιρῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μεμψιμοιρώ -είς, -εί
✦ παραπονιέμαι για τη μοίρα μου, γκρινιάζω: δεν ωφελεί, ωστόσο, να μεμψιμοιρούμε για το τί δεν έγινε (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–