μελιτογόνος


μελιτογόνος
Προφορά

Ετυμολογία
μελιτογόνος μεσαιωνική ελληνική μελιτογόνος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μελιτογόνος -ος, -ο

✦ αυτός που παράγει μέλι ή συντελεί στην παραγωγή μελιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.