μελιταίος
Προφορά
Ετυμολογία
μελιταίος αρχαία ελληνική μελιταῖος
Ερμηνεία
μελιταίος
✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) ο της νήσου Μελίτης (Μάλτας), μαλτέζικος
✦ μελιταίος πυρετός, λοιμώδης αρρώστια, η μελιτοκοκκίαση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–