μελισσολόι


μελισσολόι
Προφορά

Ετυμολογία
μελισσολόι └ουσ┘ μελίσσι + κατάλ. -λόι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μελισσολόι

✦ σμάρι από μέλισσες
✦ ο βόμβος των μελισσών
(μτφ. ) μεγάλο πλήθος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.