μελισσοκομικός


μελισσοκομικός
Προφορά

Ετυμολογία
μελισσοκομικός μελισσοκόμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μελισσοκομικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη μελισσοκομία ή τους μελισσοκόμους
✦ θηλ. η μελισσοκομική ως ουσ., η μελισσοκομία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.