μελαγχολώ
Προφορά
Ετυμολογία
μελαγχολώ αρχαία ελληνική μελαγχολάω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μελαγχολώ -είς, -εί
✦ κατέχομαι από μελαγχολία
✦ προκαλώ μελαγχολία, δυσθυμία: η κωμωδία, αντί να μας διασκεδάσει, μας μελαγχόλησε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–