μελαγχολικός


μελαγχολικός
Προφορά

Ετυμολογία
μελαγχολικός αρχαία ελληνική μελαγχολικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μελαγχολικός -ή, -ό

✦ που προκαλεί μελαγχολία: μελαγχολική βραδιά – ατμόσφαιρα
✦ (για πρόσ.) ο κατεχόμενος από μελαγχολία, θλιμμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
μελαγχολικά (Κ μελαγχολικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.