μελίσσι


μελίσσι
Προφορά

Ετυμολογία
μελίσσι μεταγενέστερη ελληνική μελίσσιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού μέλισσα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μελίσσι

✦ η μέλισσα
✦ σμήνος από μέλισσες: στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι, γέρικη ελιά (Λ. Μαβίλης) – τι ‘ναι πο ‘χει σκίσει τον αγέρα μύρο, όμοιο μελίσσι; (Άγγ. Σικελιανός)
(μτφ. ) μεγάλο και πυκνό πλήθος
✦ πληθ. τα μελίσσια, τόπος όπου είναι τοποθετημένες κυψέλες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.