μειωτικός


μειωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
μειωτικός αρχαία ελληνική μειόω -ῶ

Ερμηνεία
επίθετο┘ μειωτικός -ή, -ό

✦ που προκαλεί μείωση, ελάττωση
(μτφ. ) ταπεινωτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
αυξητικός
Επιρρήματα
μειωτικά (Κ μειωτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.