μειωμένος


μειωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
μειωμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος μειώνω

Ερμηνεία
μειωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. περιορισμένος: μειωμένη αντίληψη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.