μειράκιον
Προφορά
Ετυμολογία
μειράκιον αρχαία ελληνική μειράκιον, υποκοριστικό του μεῖραξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μειράκιον
✦ νεανίσκος, που έχει ηλικία από δεκατεσσάρων έως είκοσι ενός χρόνων: ψυχωφελή στιχουργήματα για τα «αναγνωσματάρια» των μειρακίων (Κ. Βάρναλης)
✦ επιπόλαιος νεαρός
Συνώνυμα
έφηβος, παλικαράκι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–