μειοψηφία


μειοψηφία
Προφορά

Ετυμολογία
μειοψηφία μειοψηφώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μειοψηφία

✦ αριθμός ψήφων μικρότερος από το μισό του συνόλου
✦ (ειδ.) πολιτική παράταξη, κόμμα, ομάδα κτλ. που υστερεί σε αριθμό ψήφων

Συνώνυμα

Αντίθετα
πλειοψηφία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.