μειονεκτικός


μειονεκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
μειονεκτικός μεταγενέστερη ελληνική μειονεκτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μειονεκτικός -ή, -ό

✦ αυτός που υστερεί έναντι άλλων, που έχει μειονεκτήματα: βρίσκεται σε θέση μειονεκτική
✦ (κ. για πρόσ.) ελαττωματικός, ατελής: παιδιά μειονεκτικά

Συνώνυμα

Αντίθετα
πλεονεκτικός
Επιρρήματα
μειονεκτικά (Κ μειονεκτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.