μειοδότης


μειοδότης
Προφορά

Ετυμολογία
μειοδότης μείον + δότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μειοδότης

✦ θηλ. μειοδότρια (Κ -τις, -ιδος) αυτός που μειοδοτεί, που προσφέρει τη μικρότερη τιμή
✦ εθνικός μειοδότης, αυτός που από ιδιοτέλεια ή ανικανότητα προδίδει την πατρίδα του ή βλάπτει τα εθνικά της συμφέροντα

Συνώνυμα

Αντίθετα
πλειοδότης
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.