μειοδοτικός


μειοδοτικός
Προφορά

Ετυμολογία
μειοδοτικός μειοδότης

Ερμηνεία
επίθετο┘ μειοδοτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη μειοδοσία, που ενεργείται με μειοδοσία

Συνώνυμα

Αντίθετα
πλειοδοτικός
Επιρρήματα
μειοδοτικά (Κ μειοδοτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.