μειδιώ
Προφορά
Ετυμολογία
μειδιώ αρχαία ελληνική μειδιῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μειδιώ -άς, -ά
✦ χαμογελώ: ολίγα βήματα στο πεζοδρόμιο ανήσυχα ώσπου εμειδίασαν κι ένευσαν ελαφρώς (Κ. Καβάφης)
✦ (μτφ. ) έχω χαρούμενη όψη, είμαι γελαστός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–