μεθερμηνεύω


μεθερμηνεύω
Προφορά

Ετυμολογία
μεθερμηνεύω μεταγενέστερη ελληνική μεθερμηνεύω

Ερμηνεία
ρήμα μεθερμηνεύω

✦ ερμηνεύω, μεταφράζω· εύχρηστο ιδ. στη φρ. ο έστι μεθερμηνευόμενον, με άλλα λόγια, δηλαδή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.