μεθεπόμενος
Προφορά
Ετυμολογία
μεθεπόμενος μετά + επόμενος• το τ. τρέπεται σε θ επειδή η λ. επόμενος έπαιρνε δασεία
Ερμηνεία
μεθεπόμενος
✦ επίθ. ο μετά τον επόμενο: το πόρισμα της προανακριτικής επιτροπής συζητείται στη βουλή τη μεθεπόμενη εβδομάδα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–