μεζονέτα


μεζονέτα
Προφορά

Ετυμολογία
μεζονέτα └γαλλ┘ maisonnette, υποκοριστικό του maison (= σπίτι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μεζονέτα

✦ κατοικία με δύο ορόφους που επικοινωνούν μεταξύ τους με εσωτερική σκάλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.