μεζές


μεζές
Προφορά

Ετυμολογία
μεζές └τουρκ┘meze

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μεζές

✦ μικρή ποσότητα φαγητού που προσφέρεται ως ορεκτικό μαζί με ποτό
(μτφ. ) μικρό μερίδιο σε κέρδος
✦ φρ. τον πήραν στο μεζέ, τον περιπαίζουν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.