μεγαλουσιάνα
Προφορά
Ετυμολογία
μεγαλουσιάνα μεγάλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μεγαλουσιάνα
✦ θηλ. μεγαλουσιάνα επιφανής αριστοκράτης: πέρα στην Κριμαία στα εξοχικά χτήματα κάποιου μεγαλουσιάνου Ρώσου (Κ. Παλαμάς)
✦ ο επιδεικνυόμενος ως μεγάλος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–