μεγαλεπήβολος
Προφορά
Ετυμολογία
μεγαλεπήβολος μεταγενέστερη ελληνική μεγαλεπήβολος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεγαλεπήβολος -η, -ο
✦ που επιδιώκει ή επιχειρεί μεγάλα και τολμηρά
✦ που ενέχει μεγαλείο: μεγαλεπήβολο σχέδιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μεγαλεπήβολα (Κ μεγαλεπηβόλως)