μεγαλείο


μεγαλείο
Προφορά

Ετυμολογία
μεγαλείο μεταγενέστερη ελληνική μεγαλεῖον, └ουδ┘ του επιθέτου μεγαλεῖος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μεγαλείο

✦ μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα: την Έφεσο, που τ’ αρχαίο μεγαλείο της θάμπωσε τον κόσμο (Διδώ Σωτηρίου)
✦ μεγαλόπρεπο έργο
✦ (ιδ. στον πληθ.) τα μεγαλεία, κλέη, μεγάλα επιτεύγματα: τα βάσανα και τα μεγαλεία της φυλής (Γ. Σεφέρης)
✦ κοσμικές λαμπρότητες, τιμές, αξιώματα, πλούτη κτλ.: τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή (Κ. Καβάφης)
✦ χωρίς άρθρο, ως έκφραση θαυμασμού: ήταν μια θάλασσα μεγαλείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.