μεγαθήριο


μεγαθήριο
Προφορά

Ετυμολογία
μεγαθήριο μέγας + θηρίον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μεγαθήριο

✦ γιγάντιο ζώο που έχει εκλείψει
(μτφ. ) κάθε γιγαντιαίο κατασκεύασμα: οικοδομικό μεγαθήριο
✦ (κ. για πρόσ.) άνθρωπος με υπέρμετρη σωματική δύναμη: οι παλαιστές μας είχαν να αντιμετωπίσουν μεγαθήρια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.