μαχμουρλής


μαχμουρλής
Προφορά

Ετυμολογία
μαχμουρλής └τουρκ┘mahmurlu

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μαχμουρλής

✦ θηλ. μαχμουρλίδισσα κ. μαχμουρλού αγουροξυπνημένος
✦ δύσθυμος, κακόκεφος: συναντήσαμε το στρατιώτη… Αμίλητος και μαχμουρλής (Γ. Μπεράτης)
(μτφ. ) αργός, οκνός, βαρύθυμος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.