μαφόρι


μαφόρι
Προφορά

Ετυμολογία
μαφόρι αρχαία ελληνική μαφόρτης (= λεπτό πέπλο της κεφαλής)• λ. σημιτική

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μαφόρι

✦ λεπτό πέπλο με το οποίο οι γυναίκες κάλυπταν την κεφαλή και τους ώμους: έχει βυσσινί μαφόρι ως το κούτερο, έχει και το κίτρινο τ’ αγιοστέφανο γύρω στο κεφάλι, όπως όλα τα κονίσματα (Στρ. Μυριβήλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.