μαυσωλείο
Προφορά
Ετυμολογία
μαυσωλείο αρχαία ελληνική Μαυσώλειον (= τάφος του βασιλιά της Καρίας Μαυσώλου)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μαυσωλείο
✦ μεγαλοπρεπής τάφος: σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν και τα ‘κλεισαν με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–